19.8.13

Καθημερινά/ Τσεχία


Mπζ..

Μπζζ..


Πετάγομαι στην αίσθηση της δόνησης του κινητού και το ψηλαφίζω στα σκοτάδια. Πατάω "Κλείσιμο" και μισο-κλείνω κι εγώ τα μάτια, από το φως της οθόνης. Κοιτάζω την ώρα: 06:15 πμ.  

Ωραία, σκέφτομαι, έχω χρόνο. Κάτσε, τι μέρα είναι σήμερα; Μπας και το βαλα καταλάθος το ξυπνητήρι; Όχι, εντάξει, Τρίτη είναι. Τις Τρίτες έχω μάθημα στις 7:30 το πρωί.  

Ανάβω την λαμπίτσα και την στρέφω προς τον τοίχο μου, έτσι ώστε να μην πέσει στα μούτρα της συγκατοίκου μου και την ξυπνήσει. Κοιμάται μόλις 40 εκατοστά δίπλα μου,  γιατί το δωμάτιο της εστίας είναι υπερβολικά μικρό. Κοιτάω πίσω από την κουρτίνα και βλέπω το σκοτάδι να απλώνεται ανάμεσα στα δέντρα. Μια μικρή αντανάκλαση -του ελάχιστου φωτός- από το χιόνι κάνει ορατό έναν άντρα με το σκύλο του. Φεύγω από το δωμάτιο και κατευθύνομαι στην κοινόχρηστη κουζίνα. Βλέπω τους Τσέχους φοιτητές να φεύγουν ήδη για τις σχολές τους και ο νεροχύτης έχει πολλά μπολ και ποτήρια, τηγάνια με κολλημένα σκορδο- μπέικον και κρεμμύδια που έχουν μαγειρέψει για πρωινό. Η κουζίνα μυρίζει εξίσου κρεμμυδίλα. Ανοίγω το παράθυρο και μέσα σε 1 λεπτό μπαίνει παγωμένος αέρας με όλη την -8 βαθμών φρεσκάδα του.

"Μα, τι ώρα σηκώνονται κι αυτοί οι" .. . οκ, Χριστιανοί, δεν είναι, στο 80% τους είναι άθεοι. 
Βάζω νερό στο βραστήρα και περιμένω κοιτώντας το παράθυρο. Βλέπω φιγούρες σκυφτές, να βαδίζουν αργά προς τη στάση του τραμ. 


Η θέα από το παράθυρο της κουζίνας
Χτυπάω καφέ με ζάχαρη σε μια κούπα με το κουτάλι, χαζεύοντας μηχανικά, ώσπου μπαίνει στην κουζίνα σκυφτός, ένας ξερακιανός Τσέχος με κουστούμι. "Θα έχει εξεταστική", σκέφτομαι. Οι Τσέχοι υποχρεούνται να φορούν επίσημο ένδυμα, κάθε φορά που δίνουν μάθημα. 

"Άχοϊ.", μου λέει αδιάφορα, ανοίγοντας το ψυγείο.
"Άχοϊ.", του λέω, παρατηρώντας το υπερβολικά φαρδύ κουστούμι του, που τον κάνει να φαίνεται ακόμα πιο άχαρο.  Αφού πήρε ένα μπουκάλι νερό με γεύση (μάλλον σταφύλι, ήταν) έφυγε. 

Τσακ! Ο βραστήρας με ειδοποιεί με θόρυβο, ότι το νερό έβρασε. Το χύνω βιαστικά στην κούπα και ξεκινάω να ρουφάω τις πρώτες γουλιές, ήδη, από το διάδρομο προς το δωμάτιο μου.

Ανοίγω την ντουλάπα και αρχίζω να αραδιάζω στο κρεβάτι τον εξοπλισμό: καλσόν, παντελόνι, κάλτσες, φανελάκι, μπλούζα, πουλόβερ, κασκόλ, γκέτες, σκουφί, γάντια. Αφού "χτίστηκα" και έγινα ντολμαδάκι, βάζω τα παπούτσια με τον πάτο του τρακτέρ (είναι λίγο ψηλά όμως, για να έχουν μικρή επιφάνεια και να μη γλιστράνε -πράγμα που τους εξασφαλίζει και μια κάποια κομψότητα-) και το (τεράστιο) μπουφάν μου και παίρνω τον καφέ στον θερμό.  Ξεκινάω για το τραμ. Περπατάω απολαμβάνοντας τον ήχο του παπουτσιού στο αφράτο χιόνι. 


Το καθημερινό look ήταν κάπως έτσι. 






Η στάση είναι 2 λεπτά από την εστία. Έχει πολύ κόσμο, αλλά το τραμ περνάει ανά 3 λεπτά, οπότε δεν αγχώνομαι για το αν θα αργήσω. Μπαίνω στο τραμ και κατευθείαν αισθάνομαι ότι θα σκάσω από τη ζέστη της θέρμανσης. Το τραμ κατεβαίνει την μεγάλη οδό, την Κλατόφσκα.

Από το μεγάφωνο ακούγεται: "Επόμενη στάση: Ου πράτσε, κλατόφσκά".) Κατεβαίνω και αρχίζω να προχωρώ με γρήγορο βήμα προς τη σχολή, όμως δεν μπορώ, γιατί γλιστράει. Το χιόνι έχει αντικατασταθεί από ένα στρώμα πάγου και γλιτσο- βρώμας από τα αυτοκίνητα, και δεν σου επιτρέπει τανζανιές αργοπορίας. 

ο7:32. Χτυπάω την πόρτα. Η καθηγήτρια έχει ήδη ξεκινήσει το μάθημα και με κοιτάει πάνω από τα γυαλιά της. "Ι'm sorry", της λέω λαχανιασμένα. "Υou should be", μου απαντάει απότομα ρίχνοντας μου μια ματιά ενόχλησης. Η Τσέχα διπλανή μου με κοιτάει περιφρονητικά και εγώ απορημένη κοιτάω το full-make up μακιγιάζ της στις 07:33 το πρωί.  Το να αργοπορήσεις στην Τσεχία είναι χειρότερο από το να βρίσεις.  Δεν προλαβαίνω να ξε-φορτωθώ τα ρούχα μου στην κρεμάστρα και η καθηγήτρια προστάζει activity εκτός αίθουσας. Και τι activity; Αυτό που θα έκαναν και τα παιδιά. Με όλη την κινησιολογία και την ενέργεια. Που εγώ. Δεν. Έχω. Τώρα. 


Αίθουσα μαθήματος

Η ώρα είναι 09:30 πμ και εγώ έχω τελειώσει το μάθημα μου. Πηγαίνω στα Cross Cafe (κάτι σαν τα Starbucks, αλλά ο καφές τους δεν ήταν δυνατός και έβαζαν έτοιμο αφρόγαλα) δίπλα στη σχολή και παραγγέλνω μια μηλόπιτα και ένα latte. Πληρώνω 2,20 € και για τα δύο και κάθομαι για λίγο χαζεύοντας τον κόσμο..  


Παίζει να έτρωγα μια κάθε μέρα

Στις 10:30 πμ ανοίγει η λέσχη του μεσημεριανού φαγητού. Στις 10:40 γίνεται ο αδιαχώρητος πανικός από πεινασμένους Τσέχους φοιτητές (που έχουν ξυπνήσει από τις 5), έτοιμους να βουτήξουν στις καφέ σάλτσες, τα φλούο πράσινα αναψυκτικά και τα άνοστα μακαρόνια τους. Τι κι αν στην Ελλάδα οι περισσότεροι  στις 10:30 πμ πίνουν καφέ; Εδώ, τρώμε μεσημεριανό.

Η λέσχη ήταν πολύ ωραία και μου άρεσε που μέσα δούλευαν τα παιδιά που σπούδαζαν μάγειρες στα δικά τους Επαγγελματικά Λύκεια.  Αλλά όσον αφορά τα εδέσματα.. Πιστέψτε με, είμαι πολύ καλόβολη στο φαγητό. Μου αρέσουν οι μπάμιες, τα φασολάκια, ο φιδές, οι φακές και όλα αυτά στα οποία πολλοί στραβομουτσουνιάζουν και μόνο στην ιδέα. Δεν δυσφορώ εύκολα με φαγητό.

Ε, στην Τσεχία, η μπάμια μου φαινόταν πίτα κοτο-μπέικον μπροστά σε αυτά που μας έδιναν στη λέσχη.


 Ω! Μα τι απ' όλα τα άνοστα να διαλέξω;

- Μικροσκοπικό, αλάδωτο, δείγμα σαλάτας με μοβ- λάχανο και καλαμπόκι - ΜΟΝΟ;
- Γκούλας; (Κρέας με ξενέρωτη, καφέ σάλτσα ζωμού και ντάμπλιγκς (=ψωμί από πατάτα και αυγό) + μια φέτα λεμόνι που πάνω της έχει μαρμελάδα και σαντιγύ;)


Ρεβίθια έχουμε; Γιούπι!

- Κάτι που μοιάζει με κοτομπουκιές;

ΝΑΙ! Αχ, επιτέλους! Νορμάλ φαγητό και όχι τσεχίλα! 

ΧΑ! Στην έφερα αλαφροΐσκιωτη Ελληνίδα! Δεν είναι κοτο-μπουκιές! Είναι τηγανιτός τόνος και μάλιστα με σάλτσα κρεμμυδιού! Πάρτα! (*δαιμόνιος Τσέχος σεφ κακαρίζει*)


Μουάχαχαχαχα!  (via)

Eμ, έτσι εξηγούνται τα πέντε McDonald's σε μια πόλη μεγέθους Λαμίας.  Φεύγω και πάω στο σουπερ-μάρκετ. Στα Καουφλαντ. Να αγοράσω κάτι από εκεί για να μαγειρέψω.

Γυρνάω στην εστία και βρίσκω την συγκάτοικο μου ακόμα να κοιμάται. Προσπαθώ να μην την ξυπνήσω, αλλά ξυπνάει με τα χρατς - χρουτς απ' τις σακούλες.

- Καλημέρα.. (χασμουριέται) .. Τι έγινε, ρε; Τώρα γύρισες;
- Ναι, ρε, 06:15 σηκώθηκα..Πήρα κοτόπουλο να κάνουμε σήμερα γιατί πέρασα από τη λέσχη και είχε "τσεχίλες". 
- Ε, κλασικά. Έχει ήλιο; (Κάνει μια κίνηση να ανοίξει την κουρτίνα)
- Σιγά μην έχει! 
- Ξεγελάστηκα από την αντανάκλαση που κάνει το χιόνι. Πήγες Κάουφλαντ, ε; Ήθελα κι εγώ να πάω, θα πάω μετά, γιατί τώρα έχω μάθημα. Και μετά χορό. (Μόνο η Ξ. θα έβρισκε studio να συνεχίσει τον χορό στο Πίλσεν...) Να φτιάξω καφέ; 
- Φίλε, εσείς μια χαρά είστε. Εμείς και οι Πορτογαλίδες,  που είμαστε στο Education, σηκωνόμαστε χαράματα.. Φτιάξε.

(Ξέρει ότι την αγαπώ, αλλά αυτό με τον ύπνο ήταν το βάσανό μου. ) 

Τα μεσημέρια σπάνια κατάφερνα να κοιμηθώ. Μέχρι να μαγειρέψεις και να σκεφτείς τι θα κάνεις, είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει και έπρεπε να διαβάσω λίγο και για την επόμενη ημέρα. Aν ήμουν τυχερή και ήμουν έξω, το Πίλσεν (ή Πλζεν, στα Tσέχικα) μου έδινε απολαυστικά, ήσυχα ηλιοβασιλέματα. 


Όπως αυτό.. 

ή... αυτό.
Το καλό ήταν ότι ως φοιτήτρια εκεί, είχα πλήρη πρόσβαση στην βιβλιοθήκη και μπορούσα να δανείζομαι βιβλία (όσα έβρισκα στα αγγλικά). Η σοκολάτα της φωτογραφίας είναι από τις αγαπημένες μου και την αγόραζα από ένα βιετναμέζικο παντοπωλείο που είχαμε κοντά στην εστία. Καλούλης ήταν αυτός ο κυριούλης.  (Δεν πάχυνα τόσο στο Erasmus. Πάχυνα, όμως  λίγο, μόλις γύρισα εδώ κι άρχισα να τρώω νόστιμο φαγητό.)


Το Πίλσεν είχε πολλά πάρκα, αλλά το μεγαλύτερο ήταν το πάρκο κοντά στις εστίες. Ήταν τεράστιο και τέλειο για τρέξιμο.

Ένα συνηθισμένο βράδυ περιελάμβανε σίγουρα μπύρα. Στην Τσεχία, το να μην σ' αρέσει η μπύρα, είναι κάτι ανάλογο του να είσαι στην Ελλάδα και να μην σου αρέσει το σουβλάκι. Το μισόλιτρο ποτήρι σε μια συνηθισμένη pub, κόστιζε 0,80€ και μάλιστα κάποια μαγαζιά είχαν τραπέζια με ενσωματωμένο αυτό: Ένα μηχάνημα με οθόνη που σου έλεγε πόσο έχεις καταναλώσει και πόσο θα πληρώσεις.  Η μπύρα βρίσκεται παντού, ακόμα και στις φοιτητικές λέσχες και ρέει άφθονη. Στο super-market μπορείς να βρεις με 0,10€ το κουτάκι. 

Όσο πίνεις, τόσο πληρώνεις. 

Και τι θα μας έδιναν ως αναμνηστικό μπρελόκ από το πανεπιστήμιο; Ανοιχτήρι μπύρας, φυσικά!
Ta βράδια, συνήθως, λίγες pub έμεναν ανοιχτές μετά τις 11-12 μμ και το κρύο γινόταν αφόρητο για να κυκλοφορείς έξω. Οπότε προτιμούσα την 24ωρη ζεστασιά από το φυσικό αέριο της εστίας και μαζευόμασταν μεταξύ μας οι ερασμίτες σε κάποιο δωμάτιο. Γενικώς, συνειδητοποίησα ότι εμείς οι Έλληνες δεν πίνουμε πολύ. Δεν έχουμε τόσο έντονη την ανάγκη, τέλος πάντων. Εδώ μιλάμε για μεγάλη ποσότητα σε ημερήσια κατανάλωση, από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και για τις μικρές ηλικίες ακόμη. Είναι μια συνήθεια 3 λίτρων την ημέρα ανά άτομο, περίπου.  Είναι μέρος της κουλτούρας τους. 




Και, έτσι, η η μέρα κλείνει, για να διαδεχτεί την επόμενη. Όταν κοιτάω τέτοιες πανοραμικές φωτογραφίες, σκέφτομαι τι μπορεί να κάνουν οι άνθρωποι ταυτόχρονα εκείνη τη στιγμή, σε κάθε ένα μικρό σπιτάκι που βλέπω. Θα είχε πλάκα να ήταν διαφανή τα κτίρια για να μπορούσαμε να τα βλέπαμε όλα μαζί. 





3 σχόλια:

Φλώρα είπε...

Με ταξίδεψες, τι όμορφη γραφή...

Μαρία είπε...

Αν ταξίδεψες, τότε πέτυχα τον σκοπό μου, Φλώρα! Σ' ευχαριστώ! :)

Ανώνυμος είπε...

Γεια μετά από 3 χρόνια μάλλον δεν θα είσαι ακόμα εκεί..πρόκειται να είμαι του χρόνου ,θα προσπαθήσω δηλαδή ιατρική στη Πραγα,απο ενοίκια τι παίζει φαγητό όλα έξω φαντάζομαι αν και χορτοφαγος