19.10.14

Στον παππού μου, τον πιο υπέροχο δάσκαλο

Παναγιώτης Μουτζουρέλης 
Αγιάσος,1916
Μυτιλήνη, 2004



Ήταν βγαλμένος από μια άλλη εποχή. Ή μάλλον, είχε μείνει στη δική του εποχή, χωρίς καμία ένδειξη οπισθοδρόμησης. Φορούσε πάντα ένα κομψό καπέλο με γιλέκο και γραβάτα και τα μαλλιά του ήταν καλοχτενισμένα. Έμοιαζε σαν να περπατάει στην προκυμαία της Σμύρνης των ένδοξων εποχών και που και που σταματούσε να κοιτάξει το ρολόι της τσέπης του. Ήταν αφοπλιστικά έξυπνος και λάτρευε τα παιδιά. Εξαιρετική σύνθεση μαθηματικής λογικής και ποιητικής και μουσικής ευαισθησίας. Ήταν ένας υπέροχος Δάσκαλος, μουσικός, ποιητής.

Μεγάλωσε στη Λέσβο και ξεκίνησε να σπουδάζει στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Αλεξανδρούπολης, αλλά ο πόλεμος τον σταματάει. Μέσα στην αναμπουμπούλα της φυγής ξεχνάει να πάρει το βιολί του, που τότε έκανε 5000δρχ. Λυπάται πολύ, όμως για καλή του τύχη θα συνεχίσει τη μουσική. Μετά τον πόλεμο, γράφεται από την αρχή στην Ακαδημία Ιωαννίνων. Στο μάθημα βαριέται και ζωγραφίζει τους καθηγητές σε προσωπογραφίες. Θεωρεί ότι οι παιδαγωγικές τους Γενικές και Ειδικές είναι ξεπερασμένες. Δουλεύει ως γραμματέας σε ένα αρτοποιείο για 3 χρόνια και διορίζεται στα 27 του. (Είδατε, και εκείνα τα χρόνια, αργούσαν να διοριστούν.) Δίδαξε 35 χρόνια, τα 33 σε μονοθέσια Σχολεία. Έζησε έναν υπέροχο γάμο με μια καταπληκτική γυναίκα, τη Μαρία. Στα 52 χρόνια γάμου τους, της πήρε λουλούδια. Εκείνη δεν ήταν ποτέ τόσο συναισθηματική, όσο αυτός, και αυτή ήταν η ισορροπία. Της δίδασκε τα πάντα κι εκείνη δεν είπε ποτέ όχι. Ρουφούσε, όσο πιο πολλά μπορούσε. 

Tο βράδυ γράφει τις σκέψεις του σε μπλε τετράδια. Ποιήματα, κείμενα, συχνά με ένα μελαγχολικό τόνο, ή συνθέτει μουσική που ηχογραφεί σε κασέτες. Τα Σάββατα σηκώνεται στις 5 και πάει στο βουνό. Δεν μπορεί να μείνει μέσα. Γυρνάει στις 11 με φρέσκα φρούτα και εξηγεί τη σημασία των βιταμινών. Μετά πάει στο καφενείο και συζητά ή τους νικάει όλους στα χαρτιά. Μου μαθαίνει και μένα να παίζω ξερή. Με ξυπνάει στις 8 με μελωδίες από βιολί. Και μετά μου διδάσκει το πρώτο μου κομμάτι. Μου δίνει το δικό του βιολί και μετά αγοράζει γι' αυτόν άλλο. 

Του άρεσε να χορεύει βαλς.

Έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου μια σκηνή από τότε που ήμουν 5. Όταν ερχόταν σπίτι και είχε μόλις πληρωθεί τη σύνταξη του από τον ταχυδρόμο, στεκόταν στην πόρτα και με μια κίνηση και ένα δυνατό "Ωωωωω" πετούσε τα πεντοχίλιαρα (τους "Κολοκοτρώνιδες" όπως έλεγε") στον αέρα. Στα παιδικά μου μάτια ήταν κάτι φαντασμαγορικό, χαρτιά πολλά να πετάνε στον αέρα. Η γιαγιά μου, μου έλεγε ότι συγκινούμουν όταν το έκανε αυτό και έκλαιγα, τρέχοντας να μαζέψω τα μπλε χαρτιά μέσα από παπούτσια και κάτω από καρέκλες. Ήταν ένας τρόπος να μου δείξει ότι τα λεφτά είναι αέρας και ότι δεν μετράνε. 

Μετά το φαγητό έτρωγε πάντα λίγο σκόρδο. Κάνει καλό στην καρδιά. Το βράδυ έκανε εισπνοές με χαμομήλι. Έχει αντισηπτική δράση. Μου μάζευε τα τεύχη της Πατριδογνωσίας, για να θυμάμαι την Ιστορία. Μου έφτιαχνε προβλήματα με αλεπούδες για να είμαι καλή στα Μαθηματικά. Του άρεσε το όμορφο, το αρμονικό. Κάθε πρωτοχρονιά περιμέναμε με αγωνία την ετήσια συναυλία της Φιλαρμονικής της Βιέννης. Θαύμαζε τον  Herbert Von Karajan. Είχε από τους πρώτους κινητό τηλέφωνο και το χρησιμοποιούσε με τη δεξιότητα των 85 του χρόνων. Δεν φοβόταν την αλλαγή, την υποδεχόταν πανέτοιμος. 

Μικρή φορούσα πολλά καπέλα. Από αυτά με το φιόγκο. Του άρεσαν και μου έπαιρνε. Κάναμε βόλτες στα δρομάκια του χωριού και μου έλεγε παλιές ιστορίες, καθώς τρώγαμε τη γωνία από το ψωμί. Του άρεσε το τραγούδι. Όταν κοβόταν το ρεύμα, βάζαμε κεριά και χορεύαμε παραδοσιακούς χορούς. Ακόμα και εκεί, η στιγμή είχε αξία. Φρόντιζε το βιολί του και το κρεμούσε στον τοίχο για να μη ξεκουρδίζεται. Το αγαπούσε πολύ.

Από τον παππού μου πήρα πολλά μαθήματα, χωρίς καμία λέξη. Έμαθα τα συστατικά και τα μυρωδικά της ποιότητας της ζωής. Έμαθα να αγαπώ τη γνώση, την αρμονία, καλή μουσική, την τέχνη, το καλό φαγητό, την ποίηση, την απόλαυση της μοναχικότητας (που και που), τη χαρά της στιγμής, το χιούμορ, τη δημιουργικότητα. Έμαθα την ειλικρίνεια, την εφευρετικότητα, την ικανότητα του να προσαρμόζομαι. Έμαθα να αγαπώ και να αγαπιέμαι. Τα μαθήματα αυτά μου τα δίνει απλόχερα τώρα η γιαγιά μου, η οποία  όντας κι αυτή μια Δασκάλα, είχε πάντα τη σοφία του. Και θα την έχει. 

Παππού, σ' ευχαριστώ για όλα.





27.10.13

Στο μπαρ με το λευκό πιάνο

- Ένα τσάι.
- Ένα είκοσι, κοπελιά. Ζάχαρη δίπλα. Εσείς, κύριε;
- Εγώ την τηλεόραση θέλω να χαμηλώσετε. Θέλουμε να κοιμηθούμε και δεν μπορούμε. Πολύ φωνάζει.
- Ποιος φωνάζει, κύριε;
- Η τηλεόραση, άνθρωπέ μου. Είναι δυνατά.
- Δεν γίνεται, κύριε. Το μπαρ είναι ανοιχτό όλη νύχτα.
- Μα..

1:15 πμ

Κάθομαι σε μια μαρμάρινη μπάρα στο μπαρ του πλοίου για Κρήτη. Μπαρ του πλοίου. Ακούγεται λες και είναι από ταινία του '50 με νουαρ φωτισμό. Το μέρος που φτιάχνουν τους καφέδες τέλος πάντων. Σε ένα σκαμπό. Απέναντί μου υπάρχει ένα πιάνο (ψωνισμένοι που είμαστε), λευκό, και γύρω-γύρω άνθρωποι που κοιμούνται ή προσπαθούν να κοιμηθούν ή προσπαθούν μάταια να μην κοιμηθούν πάνω στους καναπέδες. Σκέφτομαι τι πλάκα που θα είχε να πάει ένας τρελός στο πιάνο και να αρχίζει να παίζει τζαζ και να τους ξυπνήσει όλους, ειδικά τον φαλακρό κύριο που έχει βγάλει τα παπούτσια και κοιμάται καθιστός ροχαλίζοντας με ανοιχτό το στόμα μερικά εκατοστά πιο δίπλα. Αυτό που μερικοί κοιμούνται καθιστοί με τις ώρες, κατεβάζοντας απλώς το πηγούνι στο μήλο του Αδάμ, δεν το κατάλαβα ποτέ.
Είναι περίεργο το συναίσθημα να τριγυρνάς σε ένα χώρο που πολλοί άγνωστοι κοιμούνται και εσύ είσαι ξύπνιος.

Κοιτάω ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο να κοιμάται συγκινητικά στριμωχτά μέσα σε έναν υπνόσακο.  Η γυναίκα ίσα που φαίνεται, χωμένη στην αγκαλιά του άντρα. Δίπλα υπάρχει και μια τσάντα, στρατιωτική. Με μια δεύτερη ματιά, συνειδητοποιώ ότι δεν φοράει ο άντρας το σκούρο πράσινο, αλλά η γυναίκα. Ποιος ξέρει τι ιστορία να κρύβεται κάτω από αυτόν τον υπνόσακο..

Ανακατεύω το τσάι, έτσι ώστε να μην νιώθω τους κόκκους της ζάχαρης στον πάτο του φλυτζανιού. Κοιτάω το βιβλίο που έχω μαζί και το μάτι μου πάει στη διπλανή σελίδα. Δύο φίλοι κάθονται στα δίπλα σκαμπό και ο ένας αρχίζει να χτυπάει τα χέρια του στην μπάρα με ρυθμό, προσπαθώντας να εξηγήσει στον άλλον κάτι για μια μπάντα. Και δώσ' του γέλια ο άλλος. Και ξανα δώσ' του χτυπήματα στο μάρμαρο ο πρώτος. Εντάξει, δεν είμαι η (μόνη) τρελή του μεσονυκτίου.

Σελίδα 24:

"Η Μήδεια μου γίνηκε πάθος. Η γυναίκα που από ερωτική ζήλια σκοτώνει τα παιδιά της, είναι ψυχοπαθής; Όχι. Δεν είναι. Αν ήταν, δεν θα ενέπνεε τη μεγαλοφυία του Ευρυπίδη, που δεν αναζητάει ποτέ τα θέματα των τραγωδιών του στον κύκλο της νοσηρότητας. Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το ερωτικό πάθος του συσκοτίζει το λογικό, όπως σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο. Κατ' αντιδιαστολήν συμπέρασμα: ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα  τέτοιο πάθος δεν είναι φυσιολογικός." *

Τέτοια ώρα, τέτοια πολύ μεγάλα λόγια.

* H Μεγάλη Χίμαιρα, Μ. Καραγάτσης