27.10.13

Στο μπαρ με το λευκό πιάνο

- Ένα τσάι.
- Ένα είκοσι, κοπελιά. Ζάχαρη δίπλα. Εσείς, κύριε;
- Εγώ την τηλεόραση θέλω να χαμηλώσετε. Θέλουμε να κοιμηθούμε και δεν μπορούμε. Πολύ φωνάζει.
- Ποιος φωνάζει, κύριε;
- Η τηλεόραση, άνθρωπέ μου. Είναι δυνατά.
- Δεν γίνεται, κύριε. Το μπαρ είναι ανοιχτό όλη νύχτα.
- Μα..

1:15 πμ

Κάθομαι σε μια μαρμάρινη μπάρα στο μπαρ του πλοίου για Κρήτη. Μπαρ του πλοίου. Ακούγεται λες και είναι από ταινία του '50 με νουαρ φωτισμό. Το μέρος που φτιάχνουν τους καφέδες τέλος πάντων. Σε ένα σκαμπό. Απέναντί μου υπάρχει ένα πιάνο (ψωνισμένοι που είμαστε), λευκό, και γύρω-γύρω άνθρωποι που κοιμούνται ή προσπαθούν να κοιμηθούν ή προσπαθούν μάταια να μην κοιμηθούν πάνω στους καναπέδες. Σκέφτομαι τι πλάκα που θα είχε να πάει ένας τρελός στο πιάνο και να αρχίζει να παίζει τζαζ και να τους ξυπνήσει όλους, ειδικά τον φαλακρό κύριο που έχει βγάλει τα παπούτσια και κοιμάται καθιστός ροχαλίζοντας με ανοιχτό το στόμα μερικά εκατοστά πιο δίπλα. Αυτό που μερικοί κοιμούνται καθιστοί με τις ώρες, κατεβάζοντας απλώς το πηγούνι στο μήλο του Αδάμ, δεν το κατάλαβα ποτέ.
Είναι περίεργο το συναίσθημα να τριγυρνάς σε ένα χώρο που πολλοί άγνωστοι κοιμούνται και εσύ είσαι ξύπνιος.

Κοιτάω ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο να κοιμάται συγκινητικά στριμωχτά μέσα σε έναν υπνόσακο.  Η γυναίκα ίσα που φαίνεται, χωμένη στην αγκαλιά του άντρα. Δίπλα υπάρχει και μια τσάντα, στρατιωτική. Με μια δεύτερη ματιά, συνειδητοποιώ ότι δεν φοράει ο άντρας το σκούρο πράσινο, αλλά η γυναίκα. Ποιος ξέρει τι ιστορία να κρύβεται κάτω από αυτόν τον υπνόσακο..

Ανακατεύω το τσάι, έτσι ώστε να μην νιώθω τους κόκκους της ζάχαρης στον πάτο του φλυτζανιού. Κοιτάω το βιβλίο που έχω μαζί και το μάτι μου πάει στη διπλανή σελίδα. Δύο φίλοι κάθονται στα δίπλα σκαμπό και ο ένας αρχίζει να χτυπάει τα χέρια του στην μπάρα με ρυθμό, προσπαθώντας να εξηγήσει στον άλλον κάτι για μια μπάντα. Και δώσ' του γέλια ο άλλος. Και ξανα δώσ' του χτυπήματα στο μάρμαρο ο πρώτος. Εντάξει, δεν είμαι η (μόνη) τρελή του μεσονυκτίου.

Σελίδα 24:

"Η Μήδεια μου γίνηκε πάθος. Η γυναίκα που από ερωτική ζήλια σκοτώνει τα παιδιά της, είναι ψυχοπαθής; Όχι. Δεν είναι. Αν ήταν, δεν θα ενέπνεε τη μεγαλοφυία του Ευρυπίδη, που δεν αναζητάει ποτέ τα θέματα των τραγωδιών του στον κύκλο της νοσηρότητας. Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το ερωτικό πάθος του συσκοτίζει το λογικό, όπως σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο. Κατ' αντιδιαστολήν συμπέρασμα: ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα  τέτοιο πάθος δεν είναι φυσιολογικός." *

Τέτοια ώρα, τέτοια πολύ μεγάλα λόγια.

* H Μεγάλη Χίμαιρα, Μ. Καραγάτσης

25.10.13

Στα σύνορα Τσεχίας- Γερμανίας

Αγαπώ τα ταξίδια με το τρένο. Απ' όλα τα μέσα μεταφοράς, το αεροπλάνο σε μαγεύει με την ταχύτητά του, σε παρασύρει στην ιδέα της παράξενης κατάστασης την οποία βιώνεις και κατευνάζει το άγχος της απόστασης. Το τρένο, όμως, σε υποβάλει σε κάτι διαφορετικό με την ηρεμία του. Έχει μια νανουριστική πορεία εναλλασσόμενων εικόνων και μια αίσθηση διαχρονικώς μυστήρια. Δεν είναι τυχαίο που έχει εμπνεύσει τόσες ιστορίες κυρίων με μπεζ καμπαρντίνες, δερμάτινα σημειωματάρια και στρογγυλά καπέλα. Δεν είναι τυχαίο που η Αγκάθα Κρίστι δεν έγραφε για φόνους σε πούλμαν. Δεν είναι πολύ άσχημη η λέξη "πούλμαν";

Yπάρχει, λοιπόν, μια όμορφη σύνδεση εκεί στην κεντρική Ευρώπη. Πράγα-Μόναχο και τούμπαλιν. Στο τούμπαλιν, περνούσε δύο φορές την ημέρα από το Πίλσεν και στο δρόμο για Μόναχο, σταματούσε σε διάφορα χωριά και μικρές-μικρές πόλεις τις Γερμανίας. Έβλεπες στη διαδρομή πως άλλαζαν οι φάτσες, οι κουλτούρες και τα τοπία. Ψηλοί, εύσωμοι Γερμανοί με ερυθρά πρόσωπα εναλλάσσονταν με λιγνούς, χλωμούς Τσέχους και τους κάλυπταν με τις τρανταχτές φωνές τους: "Ach, so! Ach, so!" Οι κουκέτες μύριζαν αλκοόλ από ένα σημείο και έπειτα ή ήταν γεμάτες από καφάσια με μπύρες, Αμπσέντι και άλλα ποτά, που φόρτωναν οι Γερμανοί από την Τσεχία εκμεταλλευόμενοι νόμο και συνάλλαγμα. Μέχρι να φτάσουν στο Μόναχο, τα καφάσια έμεναν μισά. 

Βρίσκω την λιγότερο αλκοολούχα κουκέτα και χώνομαι μέσα. Αραδιάζω κασκόλ και το παλτό-τέρας στο διχτάκι πάνω από το κάθισμα και κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Απέναντί μου, μια ηλικιωμένη Τσέχα διαβάζει κουτσομπολίστικο tv-περιοδικό με πλατινέ εξώφυλλο και μασουλάει καραμέλα που μυρίζει μέντα. Δίπλα της, ένας κύριος που μοιάζει με τον ζωγράφο που βλέπαμε μικρά στο ΕΤ3, κοιτάει βαριεστημένα το υπερ-πέραν και, που και που, κλείνει τα μάτια. Σε λίγο έρχεται κοντά μου ο Τούρκος που κάναμε παρέα, ο Σερκάν. Με τους περισσότερους Τούρκους, σαν τον Σερκάν, είχαμε διαισθητική συνεννόηση. Λέγαμε λίγο για το γύρο, τα κεφτεδάκια και το τζατζίκι και ποιανού είναι τι, και μετά γελούσαμε και γκρινιάζαμε παρέα για την κρίση και τα κοινά μας κουσούρια. Ήταν οι μόνοι που αντιλαμβάνονταν τις απόπειρες μας να μεταφράσουμε λίγο το ελληνικό χιούμορ.

Απ' έξω περνάει η κυριούλα με το καροτσάκι και τους καφέδες και εγώ σκέφτομαι την άλλη χαριτωμένη κυριούλα, από το Hogwarts Express, που μοίραζε τα μαγικά φασόλια και τα γλυκά. Η Τσέχα ηλικιωμένη αγόρασε ένα κουλούρι με σκόρδο (σιγά μη δεν είχε σκόρδο) και άρχισε πάλι να μασουλάει ρίχνοντας ψίχουλα πάνω της. 

Mετά από 3 ώρες και κάποιες στάσεις σε χωριά με καταλήξεις -und και -berg, φτάνουμε στο Regensburg. Λίγο πιο έξω από την Τσεχία, αλλά χωρίς να ακουμπάει την τσέχικη κουλτούρα. Σαν το κομμουνιστικό πέπλο να ξεχειλώθηκε κάπου ανάμεσα στα δάση των συνόρων.
Αυτό το μέρος δεν το είχα ακούσει ποτέ κι όμως ήταν απροσδόκητα γλυκό, μικρό, γραφικό, πολύχρωμο, ζεστό, καλόγουστο. Χώρεσε στην καρδιά μου αμέσως. Τώρα που το σκέφτομαι, όμως, προκύπτει το οξύμωρο του παγετού παράλληλα με αυτή τη γλύκα. Τη δεύτερη φορά που πήγα ένιωσα το μεγαλύτερο κρύο της ζωής μου. Στο Regensburg το μόνο που σε σώνει είναι το καυτό κρασί με μέλι που μοιράζουν κι αυτό για λίγο. Σε καίει πίσω από τα πνευμόνια και ηρεμείς για κανένα μισάωρο. Και μετά αρχίζεις από τα άκρα να παγώνεις. Εννοείται ότι μετά τις 8 το βράδυ δεν νιώθεις ότι εξέχει: πόδια, χέρια, μύτη, αυτιά, βλεφαρίδες, χείλια. Να θες να μιλήσεις και να βγαίνει αντί φωνημάτων, ένα ουγκ-μπουγκ.

Τώρα, όμως, είναι Φθινόπωρο.



Kατεβαίνω από το σταθμό και με χτυπάει κατευθείαν στη μύτη κάτι φουρνιστό. Μπαίνουμε στον πρώτο φούρνο και αντικρίζουμε μια παρέλαση από μπριος-μπρέτσελ-κρουασανο-σφολιάτες. Παίρνω μία τέτοια σφολιάτα μαζί με μια ζεστή σοκολάτα στο χέρι και βγαίνω στον κεντρικό δρόμο. Το καλύτερο κομμάτι της ημέρας: γεύση και παρατήρηση. 


Παρέες νέων βολτάρουν πάνω κάτω ή κάθονται σε καφέ διαβάζοντας εφημερίδες, γυναίκες περπατάνε βιαστικά πάνω σε χοντρά τακούνια και, που και που, σταματάνε χαζεύοντας μέσα στα λιθόστρωτα στενά και καλοντυμένες γιαγιάδες με καπέλα βαδίζουν πιο αργά από τους υπόλοιπους, πάντα με μια κομψότητα. Όπου και να κοιτάξω, κάθε γωνιά έχει κάτι να μου πει. Συμβατικό, επαναστατικό, χαριτωμένο, νόστιμο, τρυφερό. Κάτι έχει να μου δώσει. Ναι, αυτό συμβαίνει παντού. Μόνο που εδώ είναι πιο συμπυκνωμένο και εύκολο να το δεις μέσα σε λίγες ώρες. 


















Αυτό με τις κλειδαριές είναι γνωστό. Αντί να γράφουν τα ζευγάρια στους τοίχους και στα δέντρα, βάζουν μια κλειδαριά με τα αρχικά τους. Σαχλαμάρες, θα μου πεις. Ξέρω. Πάντως ότι οι άνθρωποι το κάνουν εκατοντάδες χρόνια τώρα. 

Regensburg, λοιπόν. 3 ώρες μακριά από έναν άλλο κόσμο. Άλλη γλώσσα, όψη, νόμισμα, κουλτούρα, τοπία, νοοτροπία. Πόση διαφορά μπορούν να κάνουν μερικά μόνο χιλιόμετρα;

21.10.13

10 πράγματα που συμβαίνουν μετά το πτυχίο

1. Βλέπεις άγνωστο σταθερό να σε καλεί στο κινητό σου. 


H καρδία σου χτυπάει δυνατά. Προσδοκίες και ελπίδες γεμίζουν την ψυχή σου. Άγχος.


Αχ! Αχ! Ποια από όλες τις δουλείες που έχω κάνει αίτηση με καλεί;

  Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και ενεργοποιείς την πιο επαγγελματική φωνή σου. Γκουχ.       
- Παρακαλώ;
- Ναι, γεια σας. Η κυρία Χωρισδουλειάκη;
- Η ίδια! (Σκέφτεσαι ότι δεν πρέπει να ακουστείς πολύ χαζοχαρούμενος, αλλά ούτε και μίζερος, πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία, έτσι διάβασες...)
- Ναι, σας τηλεφωνώ.. για να σας ενημερώσω για τα νέα προνομιακά πακέτα ομιλίας μπλα μπλα προσφορά μπλα μπλα μόνο προσφορά...

Κάι κάπου εκεί.. σταματάς να ακούς.

- Όχι, ευχαριστώ πολύ... (φωνή μιζέριας 100%)

2. Μαθαίνεις ότι κάποιος συμφοιτητής σου, που ποτέ δεν πατούσε σχολή, αλλά πήρατε μαζί πτυχίο, βρήκε δουλειά στο αντικείμενό σας. Το Σεπτέμβριο.

Πρώτη αντίδραση.
(Μετά το σοκ:)
"Ε, φυσικά, ρε. Ο πατέρας του ξέρει τον ξάδελφο, του θείου, του της κουμπάρας τους και τον έχωσε."


3. Ενημερώνεσαι για όλα τα site αναζήτησης εργασίας και προκηρύξεων.

Στο τέλος της ημέρας..
-Μαθαίνεις τι είναι ο ΟΑΕΔ, τα Voucher, τα έντυπα ΣΟΧ, η κάρτα ανεργίας, ο κλειδάριθμος, τα ΚΠΑ, το EURES.
-Συνειδητοποιείς ότι πολλά από τα βιογραφικά που στέλνεις με e-mail δεν τα διαβάζει, σχεδόν ποτέ, κανείς. 
-Μετά από 4 χρόνια στο Παιδαγωγικό, συναντάς τη φράση: "Ζητείται παιδοκόμος". Με πτυχίο Παιδαγωγικού.
Παιδοκόμος.
Παι-δο-κό-μος.

4. Επιβιώνεις από κουλές συνεντεύξεις.

(Αληθινή ιστορία τηλεφωνικής συνέντευξης.)

"Χρειαζόμαστε μια άριστη πτυχιούχο που να γνωρίζει 3 γλώσσες. Τα καθήκοντά σας στη γραμματειακή υποστήριξη θα περιλαμβάνουν τα πάντα. Θα είστε το δεξί χέρι του αφεντικού. Πέρα από τα γραφειοκρατικά, θα πληρώνετε λογαριασμούς ΔΕΗ, ΟΤΕ και θα σφραγίζετε τα βιβλιάρια του ΙΚΑ, εκτός του ωραρίου εργασίας σας, φυσικά. Α, και να μην ξεχάσω ότι θα πλένετε όλα τα πιάτα και τις κούπες και θα καθαρίζετε την τουαλέτα. Η τουαλέτα είναι μια και για τα δύο φύλα και όπως ξέρετε... οι άντρες είναι λίγο απρόσεκτοι. Επίσης, επειδή ο διευθυντής μας ακολουθεί αυστηρά βρετανική πολιτική, θα φτιάχνετε το τσάι. Όχι όμως "Lipton", αυτό δεν είναι γνήσια βρετανικό. "Twinings", προτιμάμε. Θα πρέπει να το προσέχετε αυτό και να μην αγοράζετε ό,τι κι ό,τι."


5.Έχεις παρενέργειές από την όλη σου προσπάθεια να δεις τι θα κάνεις με τη ζωή σου.

-Δεν σε ενδιαφέρει ο ήχος του κινητού σου. Βάζεις το εκάστοτε "Ντριιιιιιιιιιν" default της συσκευής σου στη διαπασών, μην τυχόν και σε πάρουν από δουλειά και δεν το ακούσεις.
  
-Εξασκείσαι στο να υπολογίζεις τη μισθοδοσία οποιασδήποτε δουλειάς ακούς, ανά ώρα και με ακρίβεια δεκαδικού. Έχεις και mode "μαύρα/ με ένσημα" ή "πενθήμερο/ μήνα".


7. Γίνεσαι καχύποπτος ή σταδιακά αναίσθητος με εργασιακά δεδομένα.

Μαθαίνεις ότι μια εταιρία (ή εταιρεία, για εσάς που το γράφετε έτσι) πληρώνει πολύ καλά, με ένσημα, με δώρα και δίνει και άδεια.

Μαθαίνεις ότι μια εταιρία πληρώνει κάθε μήνα, στην ώρα της.

Σου λένε ότι δεν θα πληρώνεσαι με bonus, αλλά με σταθερό μισθό.

Η αντίδρασή σου (πάντα)
8. Ακούς συνέχεια ότι όλα θα πάνε καλά και ότι θα την βρεις την άκρη. Μην αγχώνεσαι.

Πώς νιώθεις εσύ..
9. Σκέφτεσαι τουλάχιστον μια φορά στις δύο εβδομάδες την πιθανότητα να βγεις εξω-τερικό. Το ίδιο συνειδητοποιείς ότι σκέφτεται/ σχεδιάζει/ έχει ήδη κάνει ο περισσότερος κόσμος της γενιάς σου. (Αλήθεια, εκεί βρίσκεται η λύση;) Και μετά το ξανασκέφτεσαι. Και βλέπεις και ανθρώπους που όχι μόνο έμειναν εδώ, αλλά με καινοτόμες ιδέες, άλλαξαν κάτι μικρό στον τόπο τους. Δεν είναι πάνω από 25 κι όμως στήριξαν τις ιδέες τους. Είναι σαν κι εσένα, όμως άλλαξαν κάτι.



10. Ακούς συζητήσεις φίλων σου για εξεταστικές και εργασίες, καθηγητές και άλλα "φοιτητικά", και τους βλέπεις να δίνουν το πάσο στο σινεμά.


Πως νιώθεις εσύ..
Αν γέλασες με κάποιο από τα παραπάνω, συμπάσχεις, είναι σίγουρο. Αλλά ακόμα κι αν δεν γέλασες, κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς και να είσαι σίγουρος ότι, όντως, κάποια μέρα θα γυρίσεις από μια συνάντηση/ συνέντευξη/ εξέταση/ ταξίδι/ δεν ξέρω που θα σε βγάλει ο δρόμος.. και.. 


...θα είσαι κάπως έτσι.

15.10.13

2 ώρες πίσω

"Σενιόρα;"

Καμία απάντηση...

"Σενιόρα!" 

Ανοίγω τα μάτια και βλέπω το μπράτσο της αεροσυνοδού μπροστά μου, να αρπάζει το δίσκο με τον καφέ και τα απομεινάρια.
"We have to take this. We are ready for landing."
"Εsta bem, της λέω. Obrigada."
("Eντάξει της λέω. Ευχαριστώ.")

Ήπια τον καφέ και κοιμήθηκα αμέσως;

"Εμ, τέτοιο καφεζούμι που ήταν που να με πιάσει.." 

Κάνω μια κίνηση να τρίψω τα μάτια μου και να ξε-θολώσω τους φακούς, μπας και μπορέσω να δω τι ώρα είναι και που είμαι. (Κάποιος είπε ότι όποιος δεν φοράει φακούς, δεν ξέρει την απόλαυση του να τρίβεις τα μάτια σου.)  Έχω πιαστεί σίγουρα, γιατί πονάει η μέση μου και ο αυχένας μου. Και κρυώνω. Στο διπλανό κάθισμα κάθεται ένα τζίντζερ-φακιδομύτικο αγοράκι από το Γιουνάιτιντ Στέιτς οβ Αμέρικα, όπως μου ανακοίνωσε με περηφάνια όταν το ρώτησα, και κοιμάται αναπαυτικά με ένα μαξιλάρι-λούτρινο-φίδι γύρω από τον αυχένα του. Κοιτάω το ρολόι μου και δείχνει 9 το βράδυ. Φύγαμε 5 το απόγευμα. Και είναι ακόμα μέρα; 

"2 ώρες πίσω η διαφορά, ρε" μου ψιθυρίζει το κομμάτι του εγκεφάλου μου που έχει ξυπνήσει.

Κολλάω τη μύτη μου στο παράθυρο και χαζεύω τον άγνωστο τόπο, όσο μπορώ, όταν μου αποκαλύπτεται ανάμεσα στα σύννεφα. Βίαιες σταγόνες βροχής μαστιγώνουν τα τζάμια. Τι περίεργα ωραίο συναίσθημα όταν βλέπεις μια πόλη από ψηλά. Παγώνεις για λίγο τη σκέψη σου και αφήνεσαι στην ησυχία της αρχιτεκτονικής και της γεωγραφίας. Τετράγωνα, γραμμές και χρώματα διαφορετικά από ό,τι έχει συνηθίσει το μάτι σου. Και προσπαθείς να βρεις οικειότητα στην καινούργια εικόνα. Αναπόφευκτα, αισθάνεσαι το ξένο, το διαφορετικό, όταν το βλέπεις έτσι συμπυκνωμένο. 

 Α! Θάλασσα. Ωκεανός, βασικά, ο Ατλαντικός. Δεν έχω δει ποτέ άλλοτε νερό ωκεανού, σκέφτομαι.  Καλά, αυτός κι αν είναι διαφορετικός. Είναι απλωμένος, πλατύς και αφρώδης σε όλη του την επιφάνεια και δεν χαϊδεύει την ακτή, ούτε της δίνει το δικαίωμα να διεισδύει στα νερά του. Τη λιμάρει οριζόντια και ξερνάει πάνω της όλη του την υγρασία και το κρύο που φέρνει από το Μεξικό. 

Tι άνθρωποι να κρύβονται εδώ; Μοιάζουν με εμάς;
Η μόνη πληροφορία- κουτσομπολιό που έχω από Έλληνα είναι ότι οι άντρες είναι κοντοί και οι γυναίκες έχουν παχιά φρύδια. Άλλα στερεότυπα δεν υπάρχουν. Λίγα πράγματα, φιλήσυχα, όπως και οι ίδιοι. Το ανακάλυψα εκ των υστέρων. 

Μπαμ. Το αεροπλάνο φρενάρει και η αδράνεια αντιστέκεται κολλώντας με πίσω στο κάθισμα.

Το τζίντζερ παιδάκι ξυπνάει και πετάγεται μπροστά μου θέλοντας να δει από το παράθυρο. 

"Mαμά! Στην Ισπανία μου είπες ότι θα πάμε για μπάνιο και θα έχει ήλιο! Εδώ βρέχει! "
"Στην Πορτογαλία ήρθαμε, παιδί μου." 

"Είναι κάτι που μας το μαθαίνει η ζωή, όπου πρέπει να ανεχόμαστε τα πάντα,
και τελικά βρίσκουμε ευχάριστο αυτό που πρέπει ν' ανεχόμαστε,
και καταλήγουμε να κλαίμε σχεδόν από τρυφερότητα γι' αυτό
που ανεχτήκαμε!"

Fernando Pessoa