5.8.13

Tσεχία/ Δέος και Νασχλεντανό

Η Πράγα είναι μια πόλη που σε αιφνιδιάζει και σου προκαλεί δέος. Δεν έχω πάει στη Βουδαπέστη, για την οποία έχω ακούσει εξίσου διθυραμβικά σχόλια, αλλά αισθητικά, η Πράγα είναι ο λόγος που δεν θέλεις να τραβάς φωτογραφίες, όταν την επισκέπτεσαι για πρώτη φορά. Πολύ απλά, πιστεύεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αποτυπωθεί ψηφιακά τέτοια λεπτομέρεια στην αρχιτεκτονική. Έχει κάτι το εκλεπτυσμένα μεσαιωνικό, το ιπποτικό, το επιβλητικά καλοδουλεμένο, που σε μεταφέρει σε άλλη εποχή. Είναι ικανή να σε κάνει να τριγυρνάς με το στόμα ανοιχτό σαν χάνος, κοιτώντας πάνω - κάτω ψάχνοντας για μια γωνιά να βρεις κάτι άσχημο. Τα χρόνια των Αυτοκρατοριών αναμειγνύονται εξαιρετικά με τα (δύσκολα, πολύ δύσκολα) χρόνια του Κομμουνισμού. Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την συντήρηση των κτιρίων της πόλης, το έχει το κομμουνιστικό καθεστώς, αφού τα τεράστια ποσά που διακινούνταν μόνο στο εσωτερικό της Τσεχοσλοβακίας, επενδύθηκαν στην Πράγα. Ή Πράχα, όπως την λένε οι Τσέχοι της Τσέσκα Ρεμπούμπλικα.


Πόσα ανάγλυφα μπορείς να μετρήσεις;



Απορώ πως ανέβηκαν εκεί πάνω και έστησαν τη μύτη του πύργου.
           


Προπαγάνδα και χαρά 
                  





Το φθινόπωρο, το σκηνικό της "Μελωδίας της Ευτυχίας", συμπληρώνεται από πάρκα γεμάτα από ένα παχύ στρώμα κόκκινων και κίτρινων φύλλων, όπου χαρωποί Τσέχοι γελάνε και ίπτανται, κρατώντας πολύχρωμες ομπρέλες.... Σωστά;

Η July Andrius κουνάει το κεφάλι σφίγγοντας τα χείλη.

Το σκηνικό θα υπάρχει, αλλά οι χαρωποί Τσέχοι το πιθανότερο είναι να μαζεύουν τα φύλλα ανά χρωματική κατηγορία, αμίλητοι, αγέλαστοι μέχρι να τελειώσει η βάρδιά τους για να πάνε για μπύρα. Πριν μετακομίσω στην Τσεχία, άκουγα ότι οι Τσέχοι είναι αγενείς. Σκεφτόμουν ότι είναι φήμες. "Βρε, είναι αμίλητοι σου λέω. Κι όταν μιλάνε, μιλάνε Τσέχικα. Άντε, να μιλάνε και Ρώσικα, που υποχρεωτικά έμαθαν στο Δημοτικό επί Στάλιν". Γενικεύσεις.

Πίλσεν, 1 ώρα από την Πράγα, Σεπτέμβριος '12

Η ώρα είναι 11 το βράδυ, έχω μόλις κατέβει από το λεωφορείο και ψάχνω την εστία, σέρνοντας μια βαλιτσά-ρα με όλα μου τα υπάρχοντα από την Ελλάδα, συν λάπτοπ, συν ένα 8-κιλο σάκο. Ρίχνει ψιλόβροχο (από αυτό που λες "Έλα μωρέ, δεν βρέχει, ψιχάλες ρίχνει, αμάν, από ζάχαρη είσαι;", αλλά σε 15 λεπτά είσαι μούσκεμα) και δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. 

Α! Άνθρωπος στο βάθος! Τρέχω  με δυσκολία, φωνάζοντας "Εxcuse me!" προς το μέρος του. Aμ,δε. Ακάθεκτος συνεχίζει την πορεία του. Θα φοράει ακουστικά, λέω, και δεν θα ακούει (άκου τι σκέφτεται ο εγκέφαλος σε καταστάσεις απελπισίας). Τον πλησιάζω και του ξαναλέω "Sorry". Τίποτα. Εν τέλει, γυρνάει ενοχλημένος και μου μουρμουρίζει κάτι στα Τσέχικα. "Do you speak English?" του λέω. Μου γυρνάει την πλάτη.

"Πλάκα κάνεις", σκέφτομαι. Τον ξαναρωτάω την οδό στα Τσέχικα, μπας και καταλάβει: "Νο." μου λέει, με γυρισμένη την πλάτη. Οκ, λέω, ο άνθρωπος δεν θα ήξερε να συννενοηθεί. Μετά από 10 λεπτά. Πλησιάζει μια παρέα παιδιών στην ηλικία μου με μπύρες και βότκες στο χέρι. "Αν δεν είναι μεθυσμένοι, θα συννενοηθούμε", σκέφτομαι. Νηφάλιους τους βλέπω και τους λέω "Ηi...". Με το που ακούνε Αγγλικά, βραχυκυκλώνουν, αρχίζουν να χαζογελάνε και να σχολιάζουν στα Τσέχικα λέγοντάς μου "No, ανγκλίτσκι!". Kαι φεύγουν. (Οι Τσέχοι διδάσκονται Αγγλικά από την Α' Δημοτικού.) Μα, κανένας από τους 5 δεν ήξερε να πει δύο απλές κουβέντες; Βγάζω τον οδηγό με τα Τσέχικα και αρχίζω (μέσα στη βροχή, έτσι;) να προσπαθώ να αποστηθίσω πως είναι το "Συγγνώμη, που είναι..". Βρίσκω μια κοπέλα (πάλι στην ηλικία μου) και της το λέω σε ότι κοντινότερο μπορούσε να παράγει το γλωσσικό μου σύστημα σε "Τσέχικα". Μου απαντάει ένα κατεβατό σε άπταιστα, ταχύτατα, Τσέχικα και φεύγει.E! Που πας;  



Μα, τι λαός είναι αυτός, τέλος πάντων; Εδώ τις προάλλες ο παππούς μου, που έχει βγάλει το μισό Δημοτικό, κουνούσε χέρια-πόδια και εξηγούσε στους τουρίστες, πως θα πάνε στη θάλασσα. (Πας ό-λο κά-τω, θά-λάσ-σα- κά-τω, ΚΑ-ΤΩ λέω.) Μετά από 20 λεπτά περπάτημα, βρίσκω την οδό και την εστία και λέω ωραία. Μπαίνω στην είσοδο, αρχίζει η κυριούλα τα Τσέχικα. "English", της λέω. "No English", μου λέει. "Deutsch", τη ρωτάω, το χαβά της. Αρχίζει τα Τσέχικα και πάλι. Μάλιστα... Πιάνει ένα χαρτί και μου γράφει το νούμερο του δωματίου και μου δίνει ένα κλειδί, πάντα εξηγώντας μου στα Τσέχικα. 

Εγώ έχω αρχίσει να φορτώνω και να αναρωτιέμαι αφενός, ποια είναι η νοημοσύνη της κυριούλας, έτσι ώστε να συνεχίζει να με ζαλίζει στα Τσέχικα, αφού ξέρει ότι δεν κα-τα-λα-βαί-νω Τσέχικα και δεύτερον, πως θα περάσω 4 μήνες εδώ, να ακούω αυτή τη γλώσσα που στ' αφτιά μου, και σε συνδυασμό με την άγνοια, θύμιζε κάτι σαν θυμωμένο μπλέντερ με τζιτζίκια. 

Το νόημα το πιάσατε. Οι Τσέχοι, στην πλειονότητά τους, και ειδικά στην επαρχία, δεν μιλάνε Αγγλικά, πέραν από αυτούς που σπουδάζουν Αγγλικά. Κι αν ξέρουν Αγγλικά, δεν θα μιλήσουν, γιατί, λέει, ντρέπονται.  Όποιος ντρέπεται, κακά ζει, που λένε και στα μέρη μου. Εδώ έχω την εντύπωση ότι μόλις ακούσουμε ξένο, αρχίζουμε την πολυλογία με ό,τι Αγγλικό μας έχει μείνει από τη Β' Γυμνασίου. (Μην κοιτάς πότε πήρες το lower/ proficiency, συνήθως το επίπεδο πέφτει ένα-δύο χρόνια, πριν από τότε.) Εκεί συνειδητοποίησα ότι μόλις ακούσουν Αγγλικά, παίρνουν  error φωτεινός σηματοδότης νέον  σημαίνει στο νευρικό τους σύστημα. Ή μουτρώνουν. Ή θυμώνουν ή σου μιλάνε απότομα ή σε γράφουν. 

Σύντομα, συνειδητοποίησα ότι περισσότερες μύγες πιάνεις με το Τσέχικο μέλι, παρά με το Αγγλικό ξίδι. Οπότε, άρχισα να ξεκινάω τις συνομιλίες μου με Τσέχικα και ενίοτε να λαμβάνω και κανένα χαμόγελο. Κάποιοι λένε ότι οι Τσέχοι έγιναν έτσι λόγω του Κομμουνισμού και των καταλοίπων του (που υπάρχουν, η αλήθεια είναι.). Λένε ότι η καταπίεση, η απόλυτη εσωστρέφεια και η επιφυλακτικότητα, δημιούργησε ένα σφιγμένο λαό, κλειστό προς καθετί καινούργιο και διαφορετικό, ξενοφοβικό, θα έλεγα. Βέβαια, αρκούν 40 χρόνια καθεστώτος για να διαμορφώσουν τη νοοτροπία ενός λαού; Ο χρόνος θα το δείξει. Οι καθηγητές μας στο Πανεπιστήμιο, πάντως, μιλούσαν Αγγλικά, οπότε τα πρωινά ήταν μια όαση κατανόησης και επικοινωνίας. 

Εν τέλει, όμως, έμαθα κάποια Τσέχικα. (Είχαμε και υποχρεωτικά 5 ώρες την εβδομάδα από το Πανεπιστήμιο) Μια φορά, βέβαια, πήγα να ζητήσω την ηλεκτρική σκούπα (τη  νοικιάζαμε για 0,10€ την ώρα) από την κυριούλα, και της είπα: "Γεια σας, θέλω ένα Δεκέμβριο" (ήταν όντως Δεκέμβριος, αλλά η λέξη για τη σκούπα ήταν ένα γράμμα διαφορετική). Ένα γράμμα διαφορά και μπόλικη αμηχανία. Ε, από το σημείο αυτό ξεκινάει η δοκιμασμένη μέθοδος της παντομίμας, όπου προσπαθώ να κρατάω μια αόρατη σκούπα και να κάνω "βρρρ, βρρρ"  σαν αλλοπρόσαλλη για να καταλάβει τι εννοώ. Έπρεπε να είχα εφαρμόσει την αρχική μου μέθοδο: Πήγαινα στο Google Translate, έβαζα την εκφώνηση και κατεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά το επαναλάμβανα στα Τσέχικα για να μην το ξεχάσω. (Εννοείται ότι το ξεχνούσα.)

Άλλη μια φορά πήγα να αγοράσω μια κάρτα γενεθλίων σε ένα μαγαζί κοντά στην εστία, που είχε βιτρίνα κάτι σκονισμένα απορρυπαντικά, τετράδια και σαμπουάν τουλάχιστον 30 χρόνων πριν. Μπαίνω και κοιτάω το stand με τις κάρτες. Φευ!  Όλες στα Τσέχικα και όλες με λουλούδια, σαμπάνιες, σκυλάκια και καλλιγραφικά χρυσά και χρυσοσκονούντα γράμματα. Αδύνατον να ξεχωρίσω τα γενέθλια. Με κοιτάει η κυριούλα με τα γυαλιά και τα ξανθά μαλλιά και κάτι με ρωτάει. Την κοιτάω, με κοιτάει. Μου δείχνει το δάχτυλο που φοράμε τη βέρα και μου κάνει ένα νοητό δαχτυλίδι, για να δει αν θέλω κάρτα γάμου. Της κάνω κι εγώ με τα χέρια μου μια νοητή-τούρτα και αρχίζω πάνω από τα χέρια μου να κάνω "Φου, φου", σα να σβήνω κεριά. Νοητό στο νοητό, συννενοηθήκαμε. 

"Νασχλέντανό" λες, όταν φεύγεις από κάπου. 
"Νασχλέ", όταν βαριέσαι να το πεις όλο.
"Νασχλέντανόοοοοο", όταν είσαι υπερ-διάθετος.
"Νασχ".., όταν έχεις πει πολλές μπύρες.*


"Νασχλέντανό", λοιπόν.

*Τι γίνεται με την ορθογραφία της λέξης μπύρα; Από πότε το γράφουμε "μπίρα"; 






Δεν υπάρχουν σχόλια: