25.10.13

Στα σύνορα Τσεχίας- Γερμανίας

Αγαπώ τα ταξίδια με το τρένο. Απ' όλα τα μέσα μεταφοράς, το αεροπλάνο σε μαγεύει με την ταχύτητά του, σε παρασύρει στην ιδέα της παράξενης κατάστασης την οποία βιώνεις και κατευνάζει το άγχος της απόστασης. Το τρένο, όμως, σε υποβάλει σε κάτι διαφορετικό με την ηρεμία του. Έχει μια νανουριστική πορεία εναλλασσόμενων εικόνων και μια αίσθηση διαχρονικώς μυστήρια. Δεν είναι τυχαίο που έχει εμπνεύσει τόσες ιστορίες κυρίων με μπεζ καμπαρντίνες, δερμάτινα σημειωματάρια και στρογγυλά καπέλα. Δεν είναι τυχαίο που η Αγκάθα Κρίστι δεν έγραφε για φόνους σε πούλμαν. Δεν είναι πολύ άσχημη η λέξη "πούλμαν";

Yπάρχει, λοιπόν, μια όμορφη σύνδεση εκεί στην κεντρική Ευρώπη. Πράγα-Μόναχο και τούμπαλιν. Στο τούμπαλιν, περνούσε δύο φορές την ημέρα από το Πίλσεν και στο δρόμο για Μόναχο, σταματούσε σε διάφορα χωριά και μικρές-μικρές πόλεις τις Γερμανίας. Έβλεπες στη διαδρομή πως άλλαζαν οι φάτσες, οι κουλτούρες και τα τοπία. Ψηλοί, εύσωμοι Γερμανοί με ερυθρά πρόσωπα εναλλάσσονταν με λιγνούς, χλωμούς Τσέχους και τους κάλυπταν με τις τρανταχτές φωνές τους: "Ach, so! Ach, so!" Οι κουκέτες μύριζαν αλκοόλ από ένα σημείο και έπειτα ή ήταν γεμάτες από καφάσια με μπύρες, Αμπσέντι και άλλα ποτά, που φόρτωναν οι Γερμανοί από την Τσεχία εκμεταλλευόμενοι νόμο και συνάλλαγμα. Μέχρι να φτάσουν στο Μόναχο, τα καφάσια έμεναν μισά. 

Βρίσκω την λιγότερο αλκοολούχα κουκέτα και χώνομαι μέσα. Αραδιάζω κασκόλ και το παλτό-τέρας στο διχτάκι πάνω από το κάθισμα και κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Απέναντί μου, μια ηλικιωμένη Τσέχα διαβάζει κουτσομπολίστικο tv-περιοδικό με πλατινέ εξώφυλλο και μασουλάει καραμέλα που μυρίζει μέντα. Δίπλα της, ένας κύριος που μοιάζει με τον ζωγράφο που βλέπαμε μικρά στο ΕΤ3, κοιτάει βαριεστημένα το υπερ-πέραν και, που και που, κλείνει τα μάτια. Σε λίγο έρχεται κοντά μου ο Τούρκος που κάναμε παρέα, ο Σερκάν. Με τους περισσότερους Τούρκους, σαν τον Σερκάν, είχαμε διαισθητική συνεννόηση. Λέγαμε λίγο για το γύρο, τα κεφτεδάκια και το τζατζίκι και ποιανού είναι τι, και μετά γελούσαμε και γκρινιάζαμε παρέα για την κρίση και τα κοινά μας κουσούρια. Ήταν οι μόνοι που αντιλαμβάνονταν τις απόπειρες μας να μεταφράσουμε λίγο το ελληνικό χιούμορ.

Απ' έξω περνάει η κυριούλα με το καροτσάκι και τους καφέδες και εγώ σκέφτομαι την άλλη χαριτωμένη κυριούλα, από το Hogwarts Express, που μοίραζε τα μαγικά φασόλια και τα γλυκά. Η Τσέχα ηλικιωμένη αγόρασε ένα κουλούρι με σκόρδο (σιγά μη δεν είχε σκόρδο) και άρχισε πάλι να μασουλάει ρίχνοντας ψίχουλα πάνω της. 

Mετά από 3 ώρες και κάποιες στάσεις σε χωριά με καταλήξεις -und και -berg, φτάνουμε στο Regensburg. Λίγο πιο έξω από την Τσεχία, αλλά χωρίς να ακουμπάει την τσέχικη κουλτούρα. Σαν το κομμουνιστικό πέπλο να ξεχειλώθηκε κάπου ανάμεσα στα δάση των συνόρων.
Αυτό το μέρος δεν το είχα ακούσει ποτέ κι όμως ήταν απροσδόκητα γλυκό, μικρό, γραφικό, πολύχρωμο, ζεστό, καλόγουστο. Χώρεσε στην καρδιά μου αμέσως. Τώρα που το σκέφτομαι, όμως, προκύπτει το οξύμωρο του παγετού παράλληλα με αυτή τη γλύκα. Τη δεύτερη φορά που πήγα ένιωσα το μεγαλύτερο κρύο της ζωής μου. Στο Regensburg το μόνο που σε σώνει είναι το καυτό κρασί με μέλι που μοιράζουν κι αυτό για λίγο. Σε καίει πίσω από τα πνευμόνια και ηρεμείς για κανένα μισάωρο. Και μετά αρχίζεις από τα άκρα να παγώνεις. Εννοείται ότι μετά τις 8 το βράδυ δεν νιώθεις ότι εξέχει: πόδια, χέρια, μύτη, αυτιά, βλεφαρίδες, χείλια. Να θες να μιλήσεις και να βγαίνει αντί φωνημάτων, ένα ουγκ-μπουγκ.

Τώρα, όμως, είναι Φθινόπωρο.



Kατεβαίνω από το σταθμό και με χτυπάει κατευθείαν στη μύτη κάτι φουρνιστό. Μπαίνουμε στον πρώτο φούρνο και αντικρίζουμε μια παρέλαση από μπριος-μπρέτσελ-κρουασανο-σφολιάτες. Παίρνω μία τέτοια σφολιάτα μαζί με μια ζεστή σοκολάτα στο χέρι και βγαίνω στον κεντρικό δρόμο. Το καλύτερο κομμάτι της ημέρας: γεύση και παρατήρηση. 


Παρέες νέων βολτάρουν πάνω κάτω ή κάθονται σε καφέ διαβάζοντας εφημερίδες, γυναίκες περπατάνε βιαστικά πάνω σε χοντρά τακούνια και, που και που, σταματάνε χαζεύοντας μέσα στα λιθόστρωτα στενά και καλοντυμένες γιαγιάδες με καπέλα βαδίζουν πιο αργά από τους υπόλοιπους, πάντα με μια κομψότητα. Όπου και να κοιτάξω, κάθε γωνιά έχει κάτι να μου πει. Συμβατικό, επαναστατικό, χαριτωμένο, νόστιμο, τρυφερό. Κάτι έχει να μου δώσει. Ναι, αυτό συμβαίνει παντού. Μόνο που εδώ είναι πιο συμπυκνωμένο και εύκολο να το δεις μέσα σε λίγες ώρες. 


















Αυτό με τις κλειδαριές είναι γνωστό. Αντί να γράφουν τα ζευγάρια στους τοίχους και στα δέντρα, βάζουν μια κλειδαριά με τα αρχικά τους. Σαχλαμάρες, θα μου πεις. Ξέρω. Πάντως ότι οι άνθρωποι το κάνουν εκατοντάδες χρόνια τώρα. 

Regensburg, λοιπόν. 3 ώρες μακριά από έναν άλλο κόσμο. Άλλη γλώσσα, όψη, νόμισμα, κουλτούρα, τοπία, νοοτροπία. Πόση διαφορά μπορούν να κάνουν μερικά μόνο χιλιόμετρα;

3 σχόλια:

Teteel είπε...

Καταπληκτικές φωτος.

Σεβάχ ο Θαλασσινός είπε...

Γράφεις πάρα πολύ όμορφα. Ευχομαι ν'αρχίσεις να ξαναγράφεις και πάλι. Εστω με κάποιο μαγικο τρόπο.

Οι αναρτήσεις σου με κάνουν να ταξιδεύω κι εγώ με τη φαντασία μου.

Καλο βραδυ.

Mia Petra είπε...

Τέλειο! Και πιο πολύ επειδή τα έχω δει αυτά τα μέρη και συγκινούμαι! Καλώς σε βρήκα και καλό σου βράδυ :))